- στρόφον
- στρόφοςtwisted bandmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδόστροφον — τὸ, Α η ποδοστράβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + στροφον (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
πυροστρόφον — τὸ, Α το πυρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + στρόφον (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
σχοινιόστροφον — τὸ, Α το υδρόβιο φυτό ίππουρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον + στροφον (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
τηγανόστροφον — τὸ, Α το ταγηνοστρόφιον*, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον] … Dictionary of Greek